διαιτητική

διαιτητική
η диететика

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "διαιτητική" в других словарях:

  • διαιτητική — η 1. κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με τη διατροφή και τους κανόνες της. 2. κανόνες υγιεινής διατροφής. 3. βιβλίο που αναφέρεται στη δίαιτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαιτητικῇ — διαιτητικός of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαιτητική — διαιτητικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαιτητικός — ή, ό (Α διαιτητικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή που αναφέρεται στη διαιτησία ή στον διαιτητή 2. ο σχετικός με τη δίαιτα («διαιτητική αγωγή») 3. ο σχετικός με τη διατροφή («η διαιτητική τού ανθρώπου») νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η διαιτητική α)… …   Dictionary of Greek

  • Греция — У этого термина существуют и другие значения, см. Греция (значения). Греческая Республика Ελληνική Δημοκρατία …   Википедия

  • διαιτησία — (Νομ.). Ειδικός τρόπος επίλυσης των διαφορών, ύστερα από συμφωνία των ενδιαφερομένων, χωρίς τη μεσολάβηση των συνηθισμένων δικαιοδοτικών οργάνων (δικαστηρίων). Η δ. ως βοηθητικός θεσμός της στενά εννοούμενης δικαιοδοτικής λειτουργίας, υφίσταται,… …   Dictionary of Greek

  • θεραπεία — Σύνολο μέτρων ικανών να προλάβουν την εκδήλωση ή να καταπολεμήσουν με επιτυχία μία παθολογική κατάσταση και τα συμπτώματά της· θεραπευτική αντίστοιχα καλείται ο κλάδος της ιατρικής που μελετά και υποδεικνύει τα μέσα που χρησιμοποιούνται για τη θ …   Dictionary of Greek

  • θερμίδα — Μονάδα ποσότητας θερμότητας (σύμβολο cal) που καθιερώθηκε πριν γίνει αντιληπτό από τους επιστήμονες ότι η θερμότητα είναι μια μορφή ενέργειας. Τότε όριζαν τη θερμότητα με βάση τις μεταβολές που αυτή προκαλούσε στη θερμοκρασία κάποιου σώματος.… …   Dictionary of Greek

  • ικέσιος — I Επωνυμία του Δία ως προστάτη των ικετών. Η επωνυμία αυτή είναι συγγενική με την επωνυμία Ξένιος. Ο Δίας λατρευόταν ως Ι. στη Δήλο, στη Ρόδο, στη Θήρα, στην Κω και στην Αθήνα. II (1ος αι. π.Χ.). Γιατρός, οπαδός του Ερασίστρατου. Ίδρυσε δική του… …   Dictionary of Greek

  • κίρρωση — Προοδευτική αναπαραγωγή του συνδετικού ιστού ενός οργάνου, η οποία τις περισσότερες φορές οφείλεται σε χρόνια φλεγμονή. Ο όρος κ. χρησιμοποιείται συχνότερα για την κ. του ήπατος, χρόνια πάθηση κατά την οποία το ήπαρ χάνει τη φυσιολογική λοβιώδη… …   Dictionary of Greek

  • καταδιαιτώ — καταδιαιτῶ, άω (Α) [καταδίαιτα] 1. εκφέρω κρίση ως διαιτητής, αποφασίζω εναντίον κάποιου, καταδικάζω 2. μέσ. καταδιαιτῶμαι, άομαι γίνομαι αιτία να ληφθεί διαιτητική απόφαση εναντίον κάποιου 3. φρ. «ἐρήμην καταδιαιτᾱν» καταδικάζω ερήμην …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»